Άρτα: Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΑΡΤΑΣ ΤΟΝ ΝΟΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 1821 | Epirus World

Άρτα: Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΑΡΤΑΣ ΤΟΝ ΝΟΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 1821

Αρχές του Σεπτέµβρη του 1821 στο Πέτα Άρτας Αλβανοί του Αλή και Ελληνες επαναστάτες υπόγραψαν συµφωνία να επιτεθούν από κοινού εναντίον των Σουλτανικών...
Σε μια σύσκεψη στο Βραχώρι, αποφασίστηκε να γίνει επίθεση κατά της Άρτας, αλλά στο μεταξύ έπεσε στα χέρια των Τούρκων ένα από τα φρούρια του Αλή (η Λιθαρίτσα) και οι Σουλιώτες με τους Αλβανούς αποφάσισαν να επιτεθούν κατά του στρατοπέδου του Χουρσίτ, που πολιορκούσε τον Αλή.
Ετσι το Νοέµβριο του 1821 στο Ιµαρέτι οχυρώθηκε ο Μάρκος, ο Καραϊσκάκης, ο Νότης Μπότσαρης, οι Τζαβελαίοι, ο Δράκος, οι Ζερβαίοι, ο Βέικος, ο Φωτοµάρας, οι Αλβανοί Άγο Βάσιαρης, Σουλειµάν Μέτος, Τσένκο Βελής ο γιος του Μούρτο Τζάλη κι άλλοι. Προς τη Γραµµενίτσα ήταν ο Τσαρακλής, οι Κουτελιδαίοι κι άλλοι. 

Ο Μάρκος κλείστηκε στο τζαµί απ΄όπου απέκρουσε τρείς επιθέσεις των Τούρκων. Κατά τον Κουτσονίκα οι Τούρκοι που επετέθησαν στο Μαράτι ήταν 4.000, κι είχαν επί κεφαλής τον Μεχµέτ Δεσίτ Πασά Κιουταχή, τον Ισµαήλ Πλιάσα, τον Χασάν Κασάµπαση κι άλλους.

Σ΄αυτή την κρίσιµη για τους Σουλιώτες στιγµή φάνηκε πάνω στα υψώµατα του Μαρατιού ο Νότης Μπότσαρης µε 300 άντρες. Τότε βγήκε κι ο Μάρκος από το τζαµί, κι όλοι µαζί πήραν κυνηγητό τους Τούρκους. Οι τούρκοι άφησαν στο πεδίο της μάχης 150 νεκρούς, πολλούς τραυματίες και ένα τηλεβόλο, απ΄αυτά που χειρίζονταν πυροβολητές εκπαιδευμένοι στην Κωνσταντινούπολη.

Ο Καραϊσκάκης, που είχε ακούσει, αλλά δεν είχε ιδεί άλλοτε τους Σουλιώτες να πολεμούν, τους θαύμασε κι ιδιαίτερα τον Μάρκο τον οποίο χαρακτήρισε «αμίμητο».

Η κατάληψη της Άρτας
Picture
Στιγµιότυπο απο τη µάχη της Άρτας σε σχέδιο του Παναγιώτη Ζωγράφου
Το βράδυ της ίδιας μέρας (15 Νοεμβρίου), οι Έλληνες που ήταν στα υψώματα του Πέτα, κινήθηκαν προς την Άρτα. Έχοντας επί κεφαλής τον Γώγο Μπακόλα, τον Βαρνακιώτη, τον Ίσκο, τον Τσόγκα, τον Βαλτινό, τον Κατσικογιάννη, τον Βλαχόπουλο και άλλους, προχώρησαν κι έπιασαν τον Αϊ-Λιά της Άρτας, «πανουκέφαλα» στην πόλη. Στα ΝΑ της Άρτας, στο μοναστήρι της Φανερωμένης και στις Πόρτες (ανατολική είσοδος στην Άρτα), ήταν οχυρωμένοι οι Τούρκοι του Σμαήλ πασα Πλιάσα.

Στις 16 Νοεμβρίου, στο εκκλησάκι του Αϊ-Λιά της Άρτας, έγινε συνάντηση των απεσταλμένων των Σουλιωτών Φωτομάρα, Καραϊσκάκη και Άγου, με τον Γώγο Μπακόλα και τους άλλους αρχηγούς κι έβαλαν το σχέδιο για την τελική επίθεση κατά της Άρτας.

Τρακόσιοι Σουλιώτες, θα περνούσαν το ποτάμι και από το Μαράτι, θά ‘πιαναν στο βορειοδυτικό άκρο της Άρτας τους μύλους και το Μουχούστι, προάστειο τότε της Άρτας, που γινόταν η ετήσια ζωοπανήγυρη και εκατό από τις δυνάμεις που ήταν στον Αϊ-Λιά, θα κατέβαιναν βορειοδυτικά για να πιάσουν το μοναστήρι της Οδηγήτριας και το εκκλησάκι των Αγίων Αποστόλων. 

Αρχηγοί στους τριακόσιους ορίστηκαν ο Μάρκος, ο Καραϊσκάκης, ο Βέϊκος, ο Δράκος, ο Κουτελίδας, ο Τσαρακλής και το παιδί του Μούρτο Τζάλιου. Αρχηγοί των εκατό ορίστηκαν ο Φωτομάρας κι ο Μακρυγιάννης. Την ίδια μέρα (16 Νοεμβρίου) που στρώνονταν το σχέδιο, ο Μάρκος με τους Σουλιώτες του έκαναν έφοδο προς την γέφυρα της Άρτας.

Οι Τούρκοι, παρ΄ότι είχαν κανόνια δυτικά από την γέφυρα, πανικοβλήθησαν, τα εγκατέλειψαν κι έτρεχαν να σωθούν προς την πόλη. Μερικοί από τους Σουλιώτες πέρασαν την γέφυρα κι ανακατωμένοι με τους Τούρκους, έφτασαν ως το Μουχούστι. 

Ο Μάρκος Μπότσαρης εκείνο το βράδυ κοιμήθηκε στην γέφυρα κι είχε για προσκεφάλι του την βάση ενός κανονιού, απ΄ αυτά που παράτησαν οι Τούρκοι. Στις 17 Νοεμβρίου το σχέδιο μπήκε σε εφαρμογή. 

Οι τριακόσιοι Σουλιώτες όρμησαν από το Μαράτι, πέρασαν το ποτάμι κι έφτασαν απέναντι. Το Πεζικό και καβαλαρία των Τούρκων τους χτύπησε, αλλά αυτοί ήταν “αϊτοί στα ποδάρια και λιοντάρια εις την καρδιά. 

Ένα τουφέκι ρίξαν στους Τούρκους και βγάλανε αμέσως τα σπαθιά και τους αφάνισαν και τους έμπασαν μέσα στην χώρα και εις το σαράι και γύρα εις τις δυνατές τους θέσεις κι εκεί τους άφησαν και πιάσαν τα διορισμένα πόστα τους οι τρακόσιοι”.

Σύγχρονα, άλλοι Σουλιώτες πέρασαν σαν αστραπή την γέφυρα και προχώρησαν στο Μουχούστι σέρνοντας μαζί τους τα κυριευμένα τούρκικα κανόνια και χτυπώντας μ΄αυτά τους εχθρούς τους. Και οι εκατό του Αϊ-Λιά, είχαν να αντιμετωπίσουν 800 τούρκους. 

Οι Τούρκοι ήταν στο μοναστήρι της Οδηγήτριας, στους Αγίους Αποστόλους και στην κούλια της Μητρόπολης κι από κει χτυπούσαν τους εκατό. “Αν ήμαστε οι εκατό κιοτήδες και ανάξιοι, οι τριακόσιοι μας φιλοτίμησαν”.

Ρίχτηκε το πρώτο ντουφέκι, χτυπήθηκε ο πρώτος Τούρκος, ύστερα άλλοι 20 και οι Τούρκοι με την ορμή των Ελλήνων φοβήθηκαν, παράτησαν την Οδηγήτρια και τ’ άλλα οχυρά τους στο μέρος αυτό και τράβηξαν προς την πόλη, στην δεύτερη, ας πούμε, οχυρωματική γραμμή, που ήταν η Παρηγορήτισσα και το Σαράι

Στην Παρηγορήτισσα μάλιστα, ο Πασόμπεης Γιαννιώτης είχε βάλει στα παράθυρά της κανονάκια. Αλλά ούτε στην γραμμή αυτή κρατήθηκαν οι Τούρκοι. 

Οι Έλληνες τους έβγαλαν απ΄την Παρηγορήτισσα. Έτσι στο ύψωμα αυτό και όλος ο μαχαλάς του βουνού έπεσε στα χέρια των Ελλήνων. Παράλληλα οι 300 Σουλιώτες έβγαλαν τους Τούρκους από το σαράι και το ‘καψαν και κατέλαβαν και το μισό παζάρι, που λεγόταν «γύφτικα». 

Την τελική επίθεση την έκανε ο Γώγος Μπακόλας στην Φανερωμένη και τις Πόρτες. Αλλά ο Χασάν πασάς είχε εγκατασταθεί στο γαλλικό προξενείο (κονσουλάτο), που ήταν στον λόφο της Αγίας Θεοδώρας και μπορούσε από κει να ελέγχει το απέναντι βουνό, απ΄το οποίο κατέβαιναν οι Έλληνες.

Κι ενώ ο Γώγος καταλάμβανε την Φανερωμένη και τις Πόρτες, μπήκαν στην μάχη κι οι Αλβανοί του Ταχίρ Αμπάζη, του Άγο Βάσιαρη, του Ελμάζ-μπεη, κάπου 2.000, για να υποστηρίξουν τους συμμάχους τους Έλληνες. 

Ο Πουκεβίλ θα σημειώσει: «οι στρατιώται του Χριστού και του Μωάμεθ επολέμουν υπό τας αυτάς σημαίας». Κι ο Μάρκος Μπότσαρης ξεπερνάει τις τούρκικες κανονιοστοιχίες και προχωρεί στην κεντρική αγορά της πόλης. 

Απάνω στην μάχη συναντά τον Καραϊσκάκη, που ερχόταν από άλλο σημείο πολεμώντας. Οι δυο πολέμαρχοι, οι δυο ήρωες, ίσως οι αγνότεροι και τολμηρότεροι των ηρώων μας, πιάνουν ο ένας το χέρι του άλλου και χαιρετιούνται θερμά. 

Οι Τούρκοι μαζεύονται στο εσωτερικό της πόλης. Πολλοί μπέηδες και αγάδες Αλβανοί, «βλέποντες συμπολεμούντας μετά των Ελλήνων τους Άγο Μουχουρδάρην κλπ., αυτομόλησαν και εν λόγω τιμής παρεδόθησαν σύμμαχοι γενόμενοι και ούτοι», γράφει ο Φιλήμων.

Ο πόλεμος στην Άρτα κράτησε 16 μέρες. Οι Έλληνες λιγόστευσαν, όχι από τα βόλια του εχθρού, αλλά γιατί καθένας που εξασφάλισε διάφορα λάφυρα απ΄τους εχθρούς, πήγαινε μακριά από την πόλη για να τα εξασφαλίσει. «Και είχαμεν μείνει πολλά ολίγοι, ως τρεις χιλιάδες, ότι πήρε ο καθείς των Αρτινών και πήγε εις τον τόπο του να τον σώσει» γράφει ο Μακρυγιάννης.

taneatismikrospilias24.weebly.com
Share on Google Plus

About Epirus World

This is a short description in the author block about the author. You edit it by entering text in the "Biographical Info" field in the user admin panel.
    Blogger Comment
    Facebook Comment

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου